- διεφήμισαν
- разнесли молву
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
διεφήμισαν — διαφημίζω make known aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφημίζω — (ΑΝ) διαδίδω, διασπείρω τη φήμη κάποιου σ όλους, κάνω κάτι γνωστό, διαλαλώ, διατυμπανίζω νεοελλ. 1. επαινώ δημόσια πρόσωπο ή πράγμα, ρεκλαμάρω («διαφημίζει τα κατορθώματά του») 2. επαινώ τις ιδιότητες, την ωφέλεια ενός πράγματος με σκοπό την… … Dictionary of Greek